διολισθαίνω — διολισθαίνω, διολίσθησα βλ. πίν. 50 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διολισθαίνω — διολισθάνω slip through pres subj act 1st sg διολισθάνω slip through pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διολίσθηση — η 1. γλίστρημα 2. διαφυγή 3. φρ. «διολίσθηση δραχμής, μάρκου, κ.λπ.» βαθμιαία, κατ΄ αντίθεση προς την άμεση, υποτίμηση τής αξίας τής δραχμής κ.λπ. έναντι άλλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διολισθαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα… … Dictionary of Greek
ξεγλιστρώ — και άω (Μ ξεγλιστρῶ και ἐξεγγλιστρῶ και ἐξεγλιστρῶ) 1. διολισθαίνω, γλιστρώ 2. κατορθώνω να διαφύγω ή να απαλλαγώ από δυσχερή ή δυσάρεστη κατάσταση, ξεφεύγω από κάποιον ή από κάτι, υπεκφεύγω («ό,τι και να τού πω πάντα κατορθώνει να ξεγλιστρά»).… … Dictionary of Greek
παρολισθάνω — και παρολισθαίνω Α 1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια 2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω 3. σφάλλω, κάνω σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀλισθαίνω / άνω «γλυστρώ»] … Dictionary of Greek
περιπλέω — ΝΑ, ιων. τ. περιπλώω Α 1. πλέω γύρω από κάτι 2. ταξιδεύω με πλοίο αρχ. 1. (για νησί) επιπλέω 2. παθ. περιπλέομαι περιτυλίσσομαι 3. μτφ. α) (για κεφαλαλγία) είμαι διαλείπων β) διολισθαίνω προς τα εδώ και προς τα εκεί … Dictionary of Greek